Ξυπνητήρι στις 8:00, μέχρι τις 8:30 πρέπει να έχεις σηκωθεί, πλυθεί και ντυθεί. Βγάλε βόλτα τον σκύλο, πιές καφέ γρήγορα, φάε -γρήγορα-, το αργότερο στις 9:30 πρέπει να φεύγεις από το σπίτι. Δέκα παρά τέταρτο να είσαι στο τραίνο, δέκα παρά πέντε να είσαι στη γωνία, ώστε να είσαι πέντε λεπτά νωρίτερα στη δουλειά, να προλάβεις να πιείς μια γουλιά καφέ και να κάνεις ένα τσιγάρο πριν η παράνοια της μέρας αρχίσει.
Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους που τους αρέσει η δουλειά τους, ή έστω η ιδέα αυτής. Αλλά ας μη γελιόμαστε σε κανέναν δεν αρέσει η δουλειά του, και πώς να του αρέσει όταν εξαρτάται από αυτή και δεν το κάνει με την ψυχή γεμάτη; Είναι σαν έναν γάμο, που ο έρωτας έχει τελειώσει, μα παραμένομε παντρεμένοι «για τα παιδιά», «για το σπίτι», «για τα μάτια του κόσμου» «για την ανάγκη». Προσωπικά οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω και κατά βάση θαυμάζω, έχουν δύο δουλειές. Μια που κάνουν για τα λεφτά και μια που γουστάρουν -το όνειρό τους, την καύλα τους, το απωθημένο τους-. Το βράδυ σερβιτόροι των 40 ευρώ μεροκάματο, και το πρωί (όσο πρωί απομένει από τη βραδινή βάρδεια) ηθοποιοί, μουσικοί, καλλιτέχνες παντός είδους, μάγειρες, τατουατζίδες και ο,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Όποιος ξέρω μεταξύ 20 και 35 ζούν τη ζωή του Dr Jekyll, τη μισή μέρα γιατρός, την άλλη μέρα τέρας. Βέβαια ο παραλληλισμός αυτός στην σύγχρονη εποχή είναι μάλλον αντεστραμμένος. Είμαστε επιφανείς επιστήμονες όταν ζούμε την κρυφή μας ζωή, κι όταν κάνουμε τη ζωή που λένε τα χαρτιά μας, είμαστε πραγματικά τέρατα.
Ξέρετε τι εννοώ, πλέον τέτοια σάπια ρουτίνα ζούμε, τέτοια σάπια δουλειά κάνουμε, τόση κούραση και μιζέρια κουβαλάμε, που περνώντας το κατώφλι της εργασίας μας, αυτόματα γινόμαστε τα τέρατα που κρύβουμε μέσα μας. Η μούρη μας ξινίζει, παίρνουμε αμυντική στάση, περιμένουμε να δούμε ποιος θα μας τη φέρει, ποιος δεν θα υπακούσει στις εντολές μας, ποιος θα αυθαδιάσει, ποιος κακός πελάτης θα έρθει έτοιμος για καβγά. Καλά, δεν είναι και παράλογο. Όλος ο κόσμος έχει τρελαθεί, όχι μόνο εμείς, λογικό να μας βγαίνει τέτοια άμυνα. Οι μέρες περνάνε κι ο Mr Hyde, εξακολουθεί α πηγαίνει με τους ίδιους ρυθμούς στη δουλειά του, κάνοντας την ίδια ρουτίνα, ξανά και ξανά κι όσο πιο πολύ δουλεύει γι αυτά τα χαρτάκια που σου αγοράζουν πράγματα, τόσο αφήνει πίσω τον Dr Jekyll, τόσο η «afterlife» δεν συμβαίνει ποτέ. Ο ζωγράφος/πωλητής πουλάει πιο πολύ απ’ όσο ζωγραφίζει, η σερβιτόρα/συγγραφέας, πιο πολλά ποτά σερβίρει παρά γράφει λέξεις στο λάπτοπ της που μαζεύει σκόνη. Κάποια στιγμή αναρωτιέσαι «γιατί;», για τα λεφτά; Ποια λεφτά; Τέλος του μήνα και πάλι με 5 ευρώ έμεινες, μαλάκα. Όχι, θα προσπαθήσω περισσότερο, θα γίνω ο καλύτερος, θα πάρω αύξηση, περισσότερα tips, και μετά θα δουλεύω λιγότερο ή θα κουράζομαι λιγότερο…
Έτσι αρχίζει η παράνοια που ζούμε όλοι. Θέτουμε έναν στόχο που θεωρητικά θα μας προσφέρει περισσότερα χρήματα και περισσότερο χρόνο, ώστε να μπορέσουμε να αφοσιωθούμε σε ο,τι πραγματικά μας κάνει αυτό που είμαστε, αυτό που αγαπάμε.
Δουλεύουμε όλο και πιο σκληρά στην δουλειά που λέει στα χαρτιά πως κάνουμε, νοιαζόμαστε όλο και περισσότερο, ανησυχούμε όλο και περισσότερο, φρικάρουμε, χάνουμε τον ύπνο μας, και σταδιακά αφήνουμε ο,τι μας αρέσει πίσω, «είμαστε πολύ κουρασμένοι…».
Ε ξέρετε τι γίνεται μετά. Μια ωραία μέρα κάποιος σου λέει μια μονάχα κουβέντα εκεί που είσαι πηγμένος μέχρι το μεδούλι, μια χαζομάρα της στιγμής, και από το πουθενά, ανοίγεται μια τόση δά ρωγμή στο τοίχος του παραλογισμού σου, και βγαίνει έξω ο,τι σάπιο έχεις μαζέψει εκεί μέσα, ο,τι σου συνέβη στην δουλειά, ο,τι κουβαλάς από το σπίτι σου, ο,τι ήθελες να ξεχάσεις και δεν μπόρεσες.
Τελικά εκείνη την αύξηση δεν την πήρες ποτέ. Απλά έπαθες το breakdown και τελικά τα άκουσες κι όλας. Αρρώστησες, στην κυριολεξία. Τόση η δυστυχία και η σκατίλα μέσα σου που σε φάγανε, μαλάκα. Δεν είχες χρόνο για να κάνεις αυτό που αγαπάς, είχες χρόνο μόνο να τρέχεις πίσω από τα γαμημένα χαρτάκια. Και τώρα, άντε μάζεψε τα χίλια-δυό κομματάκια ου εαυτού σου, που παντού σκόρπισες όταν έσπασες. Ποιος είσαι πιά δεν ξέρεις, ούτε ποιόν αγαπάς, ούτε τι κάνεις, ούτε όνειρα έχεις, ούτε ελπίδες. Δεσμεύτηκες στο τίποτα, και έγινες εσύ ένα τίποτα.
Στον κόσμο αυτό που μπορείς να ζείς καλά μόνο κάνοντας δυό ζωές, ποτέ μη δώσεις φόρτσα στο ψέμα. Για κάποιον λόγο είναι ψέμα, και για κάποιον λόγο το ξέρεις. Βρές αυτό που σε κάνει ο,τι είσαι. Τα ταξίδια; Ο έρωτας; Η τέχνη; Οτιδήποτε. Και κάντο. Ακόμα κι αν έχεις μια ώρα κάντο. Δεν θα κάνεις καριέρα βλάκα. Όχι εδώ, όχι τώρα. Κανένας υπάλληλος δεν θα γίνει αφεντικό. Μη το ξεχνάς ποτέ αυτό. Και μη στεναχωριέσαι. Μην είσαι καθόλου σίγουρος πως το αφεντικό είναι ευτυχισμένο. Εσύ όμως μπορείς να γίνεις. Γιατί είσαι πολύ παραπάνω από τη σκατο-δουλειά που κάνεις για να πληρώνεις το ενοίκιο και να βγαίνεις τα σαββατοκύριακα. Είσαι τα ονειρά σου, το ταλέντο σου, η τρέλα σου. Και ζώντας έναν εφιάλτη, οφείλεις σε σένα και σε μένα και σε αυτόν που αγαπάς και σε ο,τι αγαπάς, να είσαι ένα όνειρο, κι ας ισορροπείς σε έναν εφιάλτη.
Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους που τους αρέσει η δουλειά τους, ή έστω η ιδέα αυτής. Αλλά ας μη γελιόμαστε σε κανέναν δεν αρέσει η δουλειά του, και πώς να του αρέσει όταν εξαρτάται από αυτή και δεν το κάνει με την ψυχή γεμάτη; Είναι σαν έναν γάμο, που ο έρωτας έχει τελειώσει, μα παραμένομε παντρεμένοι «για τα παιδιά», «για το σπίτι», «για τα μάτια του κόσμου» «για την ανάγκη». Προσωπικά οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω και κατά βάση θαυμάζω, έχουν δύο δουλειές. Μια που κάνουν για τα λεφτά και μια που γουστάρουν -το όνειρό τους, την καύλα τους, το απωθημένο τους-. Το βράδυ σερβιτόροι των 40 ευρώ μεροκάματο, και το πρωί (όσο πρωί απομένει από τη βραδινή βάρδεια) ηθοποιοί, μουσικοί, καλλιτέχνες παντός είδους, μάγειρες, τατουατζίδες και ο,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Όποιος ξέρω μεταξύ 20 και 35 ζούν τη ζωή του Dr Jekyll, τη μισή μέρα γιατρός, την άλλη μέρα τέρας. Βέβαια ο παραλληλισμός αυτός στην σύγχρονη εποχή είναι μάλλον αντεστραμμένος. Είμαστε επιφανείς επιστήμονες όταν ζούμε την κρυφή μας ζωή, κι όταν κάνουμε τη ζωή που λένε τα χαρτιά μας, είμαστε πραγματικά τέρατα.
Ξέρετε τι εννοώ, πλέον τέτοια σάπια ρουτίνα ζούμε, τέτοια σάπια δουλειά κάνουμε, τόση κούραση και μιζέρια κουβαλάμε, που περνώντας το κατώφλι της εργασίας μας, αυτόματα γινόμαστε τα τέρατα που κρύβουμε μέσα μας. Η μούρη μας ξινίζει, παίρνουμε αμυντική στάση, περιμένουμε να δούμε ποιος θα μας τη φέρει, ποιος δεν θα υπακούσει στις εντολές μας, ποιος θα αυθαδιάσει, ποιος κακός πελάτης θα έρθει έτοιμος για καβγά. Καλά, δεν είναι και παράλογο. Όλος ο κόσμος έχει τρελαθεί, όχι μόνο εμείς, λογικό να μας βγαίνει τέτοια άμυνα. Οι μέρες περνάνε κι ο Mr Hyde, εξακολουθεί α πηγαίνει με τους ίδιους ρυθμούς στη δουλειά του, κάνοντας την ίδια ρουτίνα, ξανά και ξανά κι όσο πιο πολύ δουλεύει γι αυτά τα χαρτάκια που σου αγοράζουν πράγματα, τόσο αφήνει πίσω τον Dr Jekyll, τόσο η «afterlife» δεν συμβαίνει ποτέ. Ο ζωγράφος/πωλητής πουλάει πιο πολύ απ’ όσο ζωγραφίζει, η σερβιτόρα/συγγραφέας, πιο πολλά ποτά σερβίρει παρά γράφει λέξεις στο λάπτοπ της που μαζεύει σκόνη. Κάποια στιγμή αναρωτιέσαι «γιατί;», για τα λεφτά; Ποια λεφτά; Τέλος του μήνα και πάλι με 5 ευρώ έμεινες, μαλάκα. Όχι, θα προσπαθήσω περισσότερο, θα γίνω ο καλύτερος, θα πάρω αύξηση, περισσότερα tips, και μετά θα δουλεύω λιγότερο ή θα κουράζομαι λιγότερο…
Έτσι αρχίζει η παράνοια που ζούμε όλοι. Θέτουμε έναν στόχο που θεωρητικά θα μας προσφέρει περισσότερα χρήματα και περισσότερο χρόνο, ώστε να μπορέσουμε να αφοσιωθούμε σε ο,τι πραγματικά μας κάνει αυτό που είμαστε, αυτό που αγαπάμε.
Δουλεύουμε όλο και πιο σκληρά στην δουλειά που λέει στα χαρτιά πως κάνουμε, νοιαζόμαστε όλο και περισσότερο, ανησυχούμε όλο και περισσότερο, φρικάρουμε, χάνουμε τον ύπνο μας, και σταδιακά αφήνουμε ο,τι μας αρέσει πίσω, «είμαστε πολύ κουρασμένοι…».
Ε ξέρετε τι γίνεται μετά. Μια ωραία μέρα κάποιος σου λέει μια μονάχα κουβέντα εκεί που είσαι πηγμένος μέχρι το μεδούλι, μια χαζομάρα της στιγμής, και από το πουθενά, ανοίγεται μια τόση δά ρωγμή στο τοίχος του παραλογισμού σου, και βγαίνει έξω ο,τι σάπιο έχεις μαζέψει εκεί μέσα, ο,τι σου συνέβη στην δουλειά, ο,τι κουβαλάς από το σπίτι σου, ο,τι ήθελες να ξεχάσεις και δεν μπόρεσες.
Τελικά εκείνη την αύξηση δεν την πήρες ποτέ. Απλά έπαθες το breakdown και τελικά τα άκουσες κι όλας. Αρρώστησες, στην κυριολεξία. Τόση η δυστυχία και η σκατίλα μέσα σου που σε φάγανε, μαλάκα. Δεν είχες χρόνο για να κάνεις αυτό που αγαπάς, είχες χρόνο μόνο να τρέχεις πίσω από τα γαμημένα χαρτάκια. Και τώρα, άντε μάζεψε τα χίλια-δυό κομματάκια ου εαυτού σου, που παντού σκόρπισες όταν έσπασες. Ποιος είσαι πιά δεν ξέρεις, ούτε ποιόν αγαπάς, ούτε τι κάνεις, ούτε όνειρα έχεις, ούτε ελπίδες. Δεσμεύτηκες στο τίποτα, και έγινες εσύ ένα τίποτα.
Στον κόσμο αυτό που μπορείς να ζείς καλά μόνο κάνοντας δυό ζωές, ποτέ μη δώσεις φόρτσα στο ψέμα. Για κάποιον λόγο είναι ψέμα, και για κάποιον λόγο το ξέρεις. Βρές αυτό που σε κάνει ο,τι είσαι. Τα ταξίδια; Ο έρωτας; Η τέχνη; Οτιδήποτε. Και κάντο. Ακόμα κι αν έχεις μια ώρα κάντο. Δεν θα κάνεις καριέρα βλάκα. Όχι εδώ, όχι τώρα. Κανένας υπάλληλος δεν θα γίνει αφεντικό. Μη το ξεχνάς ποτέ αυτό. Και μη στεναχωριέσαι. Μην είσαι καθόλου σίγουρος πως το αφεντικό είναι ευτυχισμένο. Εσύ όμως μπορείς να γίνεις. Γιατί είσαι πολύ παραπάνω από τη σκατο-δουλειά που κάνεις για να πληρώνεις το ενοίκιο και να βγαίνεις τα σαββατοκύριακα. Είσαι τα ονειρά σου, το ταλέντο σου, η τρέλα σου. Και ζώντας έναν εφιάλτη, οφείλεις σε σένα και σε μένα και σε αυτόν που αγαπάς και σε ο,τι αγαπάς, να είσαι ένα όνειρο, κι ας ισορροπείς σε έναν εφιάλτη.