Αν ρωτήσουμε έναν τυπικό τουρίστα της Αθήνας, τι επισκέφτηκε κατά την παραμονή του στη χώρα μας, θα μας πεί μεταξύ του «Tzatziki, muzaka», το μουσείο της Ακρόπολης, την Πλάκα και το Μοναστηράκι. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν πως διαθέτουμε ένα τέτοιο μουσείο, και πώς άλλωστε, όταν δεν υπάρχει ούτε μια ταμπέλα όπως κατεβαίνεις την Βασιλέως Γεωργίου να δηλώνει πως «εδώ είναι το μουσείο»;
Και εδώ που τα λέμε, ποιο μουσείο; Ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε από το μηδέν πριν 15 χρόνια και οι συλλογές του παρουσιάζονται ακόμα σε περιοδικές εκθέσεις, δεν είναι μουσείο, είναι μεγάλη γκαλερί. Και το χειρότερο; Το ίδιο το μουσείο δεν ευθύνεται.
Για να μιλήσουμε για το μουσείο, πρέπει πρώτα να μιλήσουμε για την -οριακά ακατανόητη για πολλούς- σύγχρονη τέχνη. Αυτή που πρέπει να κοιτάξεις τις λεζάντες δίπλα από τα έργα για να τα καταλάβεις, αν δεν το έχεις και πολύ. Ίσως πάλι να είναι στην νοοτροπία του μέσου Έλλην, ίσως να μπορεί να δεχτεί ως τέχνη μόνο τα αγάλματα και τους αναγεννησιακούς πίνακες, γιατί; Γιατί αυτά έχουν τεχνική. Και εκεί έγκειται όλο το πρόβλημα, πως μπερδεύουμε την τέχνη (όπερ σημαίνει, έκφραση, διάλογος, ιδέα) με την τεχνική. Και ίσως κι αυτός να είναι ο λόγος που ένα τόσο σημαντικό κατά τα άλλα μουσείο, να έχει παραγκωνιστεί τόσο από το κράτος. Είναι όπως όλα, θέμα παιδείας. Της παιδείας που μας λείπει.
Νιώθω κάπως απογοητευμένη που δόθηκε αυτή η προτεραιότητα των 6 χρόνων στο μουσείο της Ακρόπολης. Δεν το αδικώ ως κίνηση. Ήταν από τα πρώτα μουσεία του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, και ο βασικός μας τουριστικός προορισμός, το καμάρι του κέντρου, το πιο σύγχρονο μουσείο της πόλης. Αλλά, μιας και ποτέ δεν αγάπησα ιδιαίτερα, τα αρχαία μας (πώς να αγαπήσεις κάτι που το ακούς επί 20 χρόνια στο σχολείο;), νιώθω πως έπρεπε να δοθεί ισάξια σημασία στο μουσείο σύγχρονης τέχνης.
Έξι χρόνια μετά το άνοιγμα του αναμενόμενου Νέου Μουσείου Ακρόπολης, με τον υπερ-μοντέρνο σχεδιασμό, το ΕΜΣΤ παραμένει στις εγκαταστάσεις του Ωδείου Αθηνών, μάλιστα όπως με ενημέρωσαν, πλέον το μουσείο είναι πλέον κλειστό για την μετεγκατάσταση στο μόνιμο σπίτι του.. Στο μεταξύ, από το 2000 που ιδρύθηκε, γίνονται οι ανακατασκευές στο κτίριο της παλιάς Ζυθοποιίας του Φιξ, με σκοπό να γίνει το μόνιμο σπίτι του μουσείου, το οποίο αναμένεται μεγαλειώδες, και πράγματι από φωτογραφίες του blog που δημιούργησε το μουσείο για να ενημερώνει το κοινό του για την πορεία των εργασιών, έχουμε να δούμε ένα υπέροχο μουσείο.
Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα, κυκλοφορεί πληθώρα άρθρων σχετικά με το γιατί ακόμα δεν έχει μεταφερθεί το μουσείο, και όλο και άλλη μια δικαιολογία ακούμε. Και σαν να μην έφτανε τόση ντροπή για το μουσείο, οι συνεχείς διαμάχες του μεταξύ του διοικητικού προσωπικού έφτασαν πλέον σε ρήξη, με το εικαστικό επιμελητήριο να κάνει την γνωστή κίνηση απόλυσης και επαναπρόσληψης νέων μελλών λίγο πρίν την οριστική μεταφορά του μουσείου, μιας και πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν πως τα εγκαίνια του μουσείου αναμένονται μέσα στον Φεβρουάριο του ’15.
Θα πείτε ότι, εντάξει από το να τρώγονται μεταξύ τους, καλύτερη η αντικατάσταση. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κατά την ίδρυση του Μουσείου, ως διευθύντρια ορίστηκε η κυρία Άννα Καφέτση της Εθνικής Πινακοθήκης, μια γυναίκα μορφωμένη, διορατική, με πάθος για την δουλειά της και αγάπη για το νεοσύστατο μουσείο, καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, κι όμως ενεργητική όσο λίγοι. Επί δεκατέσσερα συναπτά έτη, η κυρία Καφέτση διατέλεσε διευθύντρια του μουσείου, και ουσιαστικά πρόκειται για το άτομο που διακυβεύεται, διαχειρίζεται και διανέμει την σύγχρονη τέχνη σε μια χώρα που μονάχα μια συγκεκριμένη ελίτ είναι εξοικειωμένη μαζί της. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά διετέλεσε διευθύντρια σε ένα μουσείο, που από την ίδρυσή του ακόμα, δεν έχει σπίτι, το βασικό που καθιστά ένα μουσείο, πολιτιστικό οργανισμό.
Παρόλα αυτά, και παρά τις άπειρες οικονομικές και στεγαστικές δυσκολίες, η πρώην διευθύντρια μαζί με την ομάδα της, κατάφερε να στήσει από το μηδέν ένα μουσείο που παρά τις ελλείψεις του θεωρείται σοβαρό. Μάλιστα, λίγο πριν την απομάκρυνση της από το μουσείο κατάφερε να στήσει μια τόσο έκτακτη έκθεση, όσο εκείνη του Ανδρέα Αγγελιδάκη «Κάθε Τέλος είναι μια Αρχή», μια βιωματική εμπειρία αφιερωμένη στην ζωή των κτιρίων, στην έννοια της φθοράς και της επανάχρησης, με σαφείς αναφορές στην μεταφορά του μουσείου στο νέο του κτίριο.
Κι όμως, η κυρία Καφέτση, απομακρύνθηκε από το μουσείο, με την δικαιολογία πως «είχε αναγάγει το μουσείο σε προσωπική της υπόθεση» -και πώς να μην το έχει κάνει, όταν κανείς δεν ασχολείται με το ΕΜΣΤ, ενώ παράλληλα η πενιχρή κρατική επιχορήγηση οριακά καλύπτει τα έξοδα του μουσείου για το έτος 2014-. Μετά από 14 χρόνια στην θέση της διευθύντριας που άξια κατείχε και με σθένος υπηρέτησε, η κυρία Καφέτση δεν θα έχει την τιμή να παραστεί στα εγκαίνια της μετεγκατάστασης του μουσείου ως η διευθύντρια αυτού, ενώ τη θέση της θα έχει η νύν διευθύντρια η κυρία Κοσκίνα του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Δεν θα μπορούσε παρά να μας θλίβει το γεγονός, πως για άλλη μια φορά η χώρα αυτή αντιμετωπίζει τους ανθρώπους που δούλεψαν με πάθος, ως απλούς υπαλλήλους, αυταπόδειξη του παντοτινού συμπεράσματος πως, όταν είσαι κρατικός υπάλληλος, είσαι εύκολα αντικαταστάσιμος και πως κανείς δεν πρόκειται να σεβαστεί ούτε την προσφορά σου, ούτε την προσωπικότητα σου. Δυστυχώς το εικαστικό επιμελητήριο δεν έχει καν το τακτ, να απομακρύνει την κυρία Καφέτση μετά την μεταφορά του μουσείου, ώστε τουλάχιστον να λάβει τα εύσημα και την διάκριση που τις αξίζει.
Τέλος, όσον αφορά για το Νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, σίγουρα έχουμε πολλά να περιμένουμε από την αναμενόμενη στέγαση στο Φιξ. Βλέπουμε μια ολόκληρη γειτονιά τεχνών να αναδύεται στο τρίγωνο που θα δημιουργηθεί μεταξύ του ΕΜΣΤ, του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, και στο ενδιάμεσο το Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πολιτικών Πολιτιστικών και Κοινωνικών Σπουδών. Ξαφνικά, μια γειτονιά της Αθήνας, που παραδοσιακά δεν θεωρείτο ως «καλλιτεχνική», θα γεμίσει με τέχνη, κλασσική και σύγχρονη. Μάλιστα, έχουν ήδη ανακοινωθεί οι προθέσεις για δημιουργία συνεργασιών μεταξύ του ΕΜΣΤ και του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, όπως events, με θέμα και θέα την Κλασσική Αρχαιότητα και το αντίστοιχο. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τίποτα όμως, όσο το μουσείο παραμένει χωρίς στέγη. Ίσως να είναι η αρχή, για μπορέσει ο Έλληνας, να δεί την σύγχρονη τέχνη με άλλο μάτι. Ίσως τελικά, να θέλουμε να δούμε κάτι ντυμένο με το σωστό περιτύλιγμα για να μπορέσουμε να το εκτιμήσουμε, ίσως το κύρος ενός μουσείου να μη διαφαίνεται από τα αξιόλογα έργα του ιδωμένα στις περιοδικές εκθέσεις, αλλά πράγματι να πρέπει να δούμε όλο αυτό συνολικά. Τουλάχιστον το τελευταίο σκέλος του προβληματισμού μου, με βρίσκει κάπως σύμφωνη.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο independent.gr, όπου και μπορείτε να διαβάζετε άρθρα μου σχετικά με την Τέχνη και τον Πολιτισμό.