Για το καλωσόρισμα, μια ιστορία, που πριν έναν χρόνο, διαγωνίστηκε σε συγγραφικό διαγωνισμό, έχασε, δεν ξεχάστηκε, και πλέον τελείωσε. Την θυμάμαι κάθε μέρα, γιατί αποτέλεσε την αρχή της ενήλικης Ζωής μου. Η ιστορία της Τρίπας:
Οι καλύτερες ιστορίες, λένε, πως είναι εκείνες που αφορούν στον έρωτα. Στην δική μου περίπτωση, η καλύτερη ιστορία ξεκίνησε με αφορμή τον έρωτα, καθώς για τα μάτια του και μόνο, έμεινα παράνομα, σε ένα μικρό ισόγειο στην οδό Λουκά Νίκα στου Ψυρρή, ώστε να μπορώ να ερωτεύομαι με την ησυχία μου. Όταν αποφάσισα, να σύρω την πραμάτια μου και το υποτυπώδες σαρκίο μου στην «Τρίπα», όπως ονομάστηκε στη συνέχεια το ισογειάκι, δεν γούσταρα κάν το κέντρο. Μάλιστα μια απ’ τις πρώτες μου εμπειρίες κατά την πρώιμη διαμονή μου εκεί, ήταν ένα εφιαλτικό βράδυ, που προσπαθούσα να κοιμηθώ φρικαρισμένη, και στο μεταξύ, από τα διπλανά μαγαζιά, να βαράνε μπιτάκια και 2-3 διαφορετικά ελληνικά στον κύριο χώρο, ενώ από το μπάνιο μου άκουγα λάτιν. Στο κέντρο, αναγκαστικά ξενυχτάς, η μουσική σταματά στις 7 το πρωί. Δεν έχω ιδέα πως κατάφερα να κοιμηθώ εκείνο το διαολεμένο βράδυ. Στην πορεία μου εκεί, την έβγαλα με ωτοασπίδες.
Φυσικά αυτό ήταν μόνο ένα από τα προβλήματα μου. Η Τρίπα, πέραν του ότι συγγένευε με όλα τα μαγαζιά της οδού Λεπενιώτου, ήταν διάσημο στέκι μεταξύ των αστέγων και των ηρωινομανών, οι οποίοι αγαπούσαν ακράδαντα, τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μπροστά στις μπαλκονόπορτες μου, και συχνά είχα την τύχη να παρακολουθώ εκ των έσω, συζητήσεις μεταξύ των πιο περιθωριοποιημένων ανθρώπων αυτής της πόλης. Πόσες εκατοντάδες φορές ξύπνησα από τον ήχο της λάμας του ξυραφιού πάνω στα μαρμάρινα εκείνα σκαλοπάτια, από δεινούς πρεζαίους που προσπαθούσαν να αποσπάσουν ο,τι ίχνη ηρωίνης άφησαν οι προηγούμενοι χρήστες. Μια φορά δε, προσπαθούσα να κοιμηθώ στην αγκαλιά του έτερον μου ήμισυ, ένα ωραίο μεσημέρι, ωστόσο ο ήχος-ανατριχίλα από τα μάρμαρα που ξύνονται, θα ανέσταινε και νεκρό. Με το βρακί και το τι-σερτ, πήγα στην πόρτα και παρακάλεσα την επίδοξη Ξύστρα, να με αφήσει σε ησυχία, αλλά μάταια. Μέχρι και εγκυμοσύνη έχω ισχυριστεί, μπας και με λυπηθούν και με αφήσουν ήσυχη.
Η πρέζα στη Λουκά Νίκα, δεν είναι παρά μόνο ένα δεδομένο, το οποίο καταδέχεσαι κατά το διάβα σου από το μικρό στενό που συνδέει την Αγίων Αναργύρων με την Σαρρή και τον κόσμο του θεάτρου. Άλλο πάλι και τούτο, που συγγενεύαμε με την πίσω πόρτα του θεάτρου Ήβη, και κρυφοκοιτώντας, πίσω από τις σιδεριές στα παράθυρα που άλλοτε μας φαίνονταν σαν φυλακή κι άλλοτε σαν προστασία, βλέπαμε να φέρνουν τα νέα σκηνικά, να μπαινοβγαίνουν ηθοποιοί, ενώ ακούγαμε και τα τρία κουδούνια πρίν την έναρξη της παράστασης. Το πιο πραγματικό όμως θέατρο που παρακολούθησα ποτέ, ήταν πίσω από εκείνες τις σιδεριές. Όποιος άραζε μπροστά από τα παράθυρα της Τρίπας, δε μπορούσε ούτε να φανταστεί πως κάποιος θα μπορούσε να ζεί εκεί. Ο ντελιβεράς που μέρες κακές με τάισε απορημένος, κάποτε με ρώτησε αν εδώ ήταν γκαλερί, «όχι του λέω, σπίτι είναι, αν το πιστεύετε». Έτσι εν αγνοία των περαστικών για το ότι κάποιος φυτοζοούσε πίσω από εκείνες τις πόρτες, έγινα ακροατής της ζωής εκείνου του δρόμου. Ως εκ τούτου ποτέ δε χρειάστηκα την παρέα της τηλεόρασης. Έγινα μάρτυρας σε ούκ ολίγα περιστατικά. Ένα ωραίο απόγευμα, είχα μουσαφίρισσα την καλύτερη μου φίλη, για καφεδάκι. Ακούγαμε μουσική και καπνίζαμε σαν καλά κορίτσια σε γαλλικό μυθιστόρημα, όταν ακούσαμε μια βαριά μεθυσμένη φωνή και προς μεγάλη έκπληξη μας, αναγνωρίσαμε το πρώην αφεντικό της φίλης μου, πασίγνωστος αλκοόλας του Ψυρρή, να καταριέται Χριστούς και Παναγίες για την άδοξη μοίρα του. Στη συνέχεια αντάλλαξε παθιασμένο φιλί με την συνοδό του που τον ακολουθούσε τρέχοντας με τα τακούνια της να κάνουν τακ-τακ στον πεζόδρομο. Αν θυμάμαι καλά την ξάπλωσε φαρδιά πλατειά σε παρκαρισμένο σεντάν, πλησίον. Είδα παιδιά όμορφα και δροσερά να κάνουν γκράφιτι στους τοίχους μου, και βγαίνοντας από το σπίτι, τρομοκρατημένοι, περιμένοντας να τους κράξω «που μου χαλάνε την μόστρα», εγώ τους χαμογέλασα αινιγματικά και λίγο θριαμβευτικά τους είπα «καλή συνέχεια παιδιά», μετά έφυγα.
Όταν η συχνότητα με την οποία διάφοροι άποροι, άστεγοι και τοξικομανείς επισκέπτες των μαρμάρων μου, αυξήθηκε (ειδικά τις μέρες με λιακάδα), και όλο και περισσότερα παρεάκια κατατρεγμένων έλεγαν «τα νέα τους», με εμένα κρυμμένη πίσω από τα κάγκελα, αποφάσισα να τους διασκεδάσω σιωπηλά. Εκείνοι έλεγαν τους καημούς τους κι εγώ , έβαζα μουσική, ανάλογη των συζητήσεων τους. Έβαζα κυρίως ρεμπέτικα, γιατί οι περισσότεροι τα ήξεραν και τα γούσταραν. Ποτέ κανείς δεν αναρωτήθηκε ποιος βάζει τις μουσικές, απλά αν τους άρεσαν οι επιλογές μου με κάποιο επιφώνημα ίσως το δήλωναν, ως εκεί. Δεν τους ένοιαζε. Ίσως μάλλον ήταν και μια αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ παρανόμων. Εγώ δεν έπρεπε να είμαι εκεί, κι εκείνοι δεν είχαν που αλλού να πάνε. Πολλές φορές θέλησα να ανοίξω το παράθυρο διάπλατα, να κάτσω δίπλα τους (και τόσο μακριά τους ταυτόχρονα…) πίσω από τα κάγκελα και να τους πώ… κάτι. Μάλλον το ότι ποτέ δεν ήξερα τι να πώ, με κράτησε από το να εμφανιστώ μπροστά τους σαν καλικάτζαρος. Ίσως να ήταν και το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας. Μα και τι να έλεγα για παράδειγμα σε ένα παλικάρι underground rapper (απεχθάνεται τον Εισβολέα, κρυφάκουσα να λέει) που έπεσε στην πρέζα κι έφυγε από το σπίτι του 12 χρόνια τώρα(;).
Ίσως να έγινα ένας ηδονοβλεψίας, μόνο που δεν έβλεπα, άκουγα.
Πάντως μια φορά έκανα την εμφάνισή μου.
Ένας γέροντας, άστεγος, (ο οποίος φημολογείτο πως σε κάποιον καβγά του έκοψαν τη γλώσσα και είναι τώρα μουγκός) έρχεται συχνά πυκνά στο στενό μου, να ταΐσει τις εκατοντάδες γάτες, μόνιμους κατοίκους των εγκαταλειμμένων κτιρίων. Τη μέρα εκείνη είχε κάτσει όπως όλοι στα μάρμαρα, και αφού τάισε όλες τις αγαπημένες μου γειτόνισσες, (είμαι ορκισμένη γατόφιλη) άραξε λίγο ρεμβάζοντας. Φαινόταν τόσο ταλαιπωρημένος και κακοσιτεμένος, ωστόσο η ευαισθησία του με τις γάτες με συνεπήρε, και βγήκα τρέχοντας έξω, του έδωσα ένα μήλο («Συγγνώμη κύριε, θα μπορούσα να σας προσφέρω ένα μήλο;»), χαμογέλασε, το πήρε, και εγώ εξαφανίστηκα σαν σίφουνας, κατακκόκινη. Τον άκουσα, από μέσα να βγάζει έναν στεναγμό. Τι υπέροχος άνθρωπος.
Εξίσου αγαπημένοι γείτονες, έγιναν τα τραβέλια από το γωνιακό μπουρδέλο (πασίγνωστο, ως το παλαιότερο μπουρδέλο, με αποκλειστικά τρανσέξουαλ στην Αθήνα). Κάθε Τρίτη πρωί που πήγαινα στη σχολή, χαιρέταγα την τσατσά και με πονηριά της έλεγα: «Πως πάνε οι δουλειές, κορίτσια;»-«Δόξα τω θεώ κοπελιά όλα καλά, καλή σου μέρα!». Όπου και να ήμουν τέτοια ευγένεια και γλυκύτητα δε θα έβρισκα.
Κατά τη διαμονή μου εκεί, πήρα από τους φίλους μας το παρατσούκλι «Η μάγισσα». Ίσως έφταιγε που το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο και στοιχειωμένο, ίσως το ότι πάντα φορούσα μια μακριά μαύρη ρόμπα και την μάλλινη τριγωνική εσάρπα της γιαγιάς μου. Ίσως να φταίνε τα αρωματικά στίκ, που πάντα μύριζαν ως τον δρόμο ή ακόμα το ότι δεν είχα φούρνο και πάντα μαγείρευα σε μια μεγάλη κατσαρόλα, όλα τα φαγητά. Ή ίσως ότι έψηνα πάντα ελληνικό ή ότι έφτιαχνα ματζούνια για κάθε ενόχληση, με αθάνατες κρητικές συνταγές.
Πάντως, Εκείνος, ένα βράδυ έγραψε έξω από την Τρίπα «Μάγισσα μου, σ’αγαπώ», με σπρέι. Τώρα έχει άλλα γράφιτι από πάνω, αλλά εγώ θα το θυμάμαι.
Τα μεθυσμένα βράδια μας στην Τρίπα ήταν ένα θέατρο παραλόγου. Με την καλύτερη μου φίλη ( Η Μαργαρίτα, το μαργαριτάρι), όντας ξεύτιλες, ντυθήκαμε με τα πιο ντάρκ ρούχα μας, και στηθήκαμε μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα, σε μια προσπάθεια να τρομάξουμε τους επίσης μεθυσμένους περαστικούς. Η Μαργαρίτα θεώρησε πως «Γιατί να μη κάτσουμε; Αν είχαμε μπαλκόνι δε θα καθόμασταν εκεί; Ε, τώρα έχουμε παράθυρο, θα κάτσουμε στο παράθυρο.» Τους τρομάξαμε, πάντως. Μια άλλη φορά ο Αγαπημένος, βάλθηκε να εκφοβίσει μια ομήγυρη λυκειόπαιδων που έχοντας περισσότερο αλκοόλ από ότι αίμα στον οργανισμό τους, γελάγανε με τον συμμαθητή τους που άφηνε το περιεχόμενο των σωθικών του στο πλακόστρωτο. Γδύθηκε τελείως, και πήρε το πακτωτό και τριχωτό του κορμί, άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, μα για κακή του τύχη έπεσε πάνω σε περαστικό ζευγαράκι κι όχι στα αγόρια του Λυκείου, με την κοπέλα να φρικάρει, να πιάνεται από τον συνοδό της φωνάζοντας υστερικά «Παναγιά μου!».
Στο σπίτι εκείνο πάντα ακούγαμε ρεμπέτικα το πρωί. Το «Μονοπάτι» της Νίνου, συνδέθηκε με το καταφύγιο μου, μαζί με άλλα πολλά κι αγαπημένα. Η Τρίπα, φιλοξένησε μια μεγάλη συλλογή από όμορφα βραδινά ρούχα, αγορασμένα πάμφθηνα από παζάρια και μαγαζιά second hand, τριγύρω. Από τακούνια, καλλυντικά κι αρώματα. Κάτι πάντα μας καλούσε έξω, μας προκαλούσε να βάλουμε το καλύτερο μας παλτώ και να πάμε για ναργιλέδες και οινόμελα, στην Ψύρρα, στο Μαύρο Γάτο… Νιώθαμε, σαν απόκληροι, εκπληκτικά καλοντυμένοι, κάνοντας μια δήθεν μποέμ ζωή, ζώντας παράνομα, ζώντας κρυφά. Η Τρίπα έγινε όχι μόνο το καταφύγιο μέσα στην παραζάλη του κέντρου, αλλά ένα safe mode μέσα στο οποίο έζησα πέρα από την δική μου ζωή που μόλις σας περιέγραψα, και τη ζωή όλων των άλλων εκείνων που κόπιασαν στα μαρμάρινα πεζούλια μας, που ποτέ δε με ενόχλησαν, μα γέμιζαν τις ώρες μου, και τα αφτιά μου, πίσω από τα κάγκελα.
Ένα πρωί, έλαβα sos κλήση, πως ερχόταν άρων άρων ο ιδιοκτήτης και πως έπρεπε να εξαφανιστώ, πρίν έρθει και με βρεί εκεί. Μάζεψα σε είκοσι πλαστικές σακούλες XXL όλα μου τα υπάρχοντα, τα πήγα στο πατρικό μου και έκλαψα πικρά, για την άτακτη φυγή μου.
Μα πώς έγινε να αγαπήσω αυτό το χάος;
Όλοι οι ενδοιασμοί και οι ανησυχίες μου για την ζωή στο κέντρο που αρχικά με είχαν αποτρέψει στο να παραμείνω εκεί, είχαν εξαφανιστεί. Είχα αγαπήσει τον θόρυβο, τους μόνιμους επισκέπτες των μαρμάρων, τη βρωμιά, τη νύχτα, τους άστεγους, τους πρεζαίους. Και έφτανε μόνο εκείνη η στιγμή που αναγκάστηκα να εξαφανιστώ για να σταθεί ως τρανή απόδειξη σε εκείνο το γεγονός.
Πίστευα πως η καλή μου ζωή, ο έρωτας, τα έξαλλα βράδια με τους αγαπημένους μου φίλους, έφτασαν στο τέλος τους. Ναι, καλά!
Λίγες μέρες μετά ήμουν πάλι εκεί, αυτή τη φορά με μια βαλιτσούλα ρούχα και τα απαραίτητα και με ένα attitude, του τύπου «Καταληψίας Συνείδησης».
Αγαπώ την αληθινή ζωή της Αθήνας. Εκείνη που βρίσκεται στους δρόμους της –το χειρότερο, στενό του κέντρου-, στους ανθρώπους της, όποιοι κι αν είναι αυτοί και στα βιώματα που σου προσφέρει η καθημερινότητα μέσα σε μια παράνοια. Πίσω από τα κάγκελα εκείνα, έζησα κι εγώ μαζί με εκείνους. Τρόμαξα. Αγκάλιασα. Ξεπέρασα το κλισέ. Εν τέλει η ζωή της πόλης αυτής βρίσκεται σε κάθε τι παρατημένο και ξεχασμένο, που περνά από δίπλα σου, και σε τρομάζει. Τώρα που τα γράφω αυτά, κάθεται απ’ έξω κάποιος. Δε ξέρω ποιος είναι αλλά, ακούγοντας το κλάκ του αναπτήρα του, θέλω να πάω να κοιτάξω μέσα από τις γρύλιες, θέλω να στήσω αυτί μήπως και ακούσω πάλι κάποια ιστορία. Βάζω το «Πέντε Μάγκες Του Περαία» κι ελπίζω, να κάνει κέφι, έτσι όπως κάθεται μόνος στα μαρμάρινα σκαλοπάτια μου.
Ένα χρόνο μετά, έχω φύγει απ’ την Τρίπα, κι όχι μόνη μου, έχω μια τελευταία φωτογραφία, με τον ίδιο άνθρωπο με τον οποίο πήγα, να κάθεται ακόμα στο τραπέζι, κατά την τελευταία μεταποίηση του χώρου. Μου λείπει, μα δε στεναχωριέμαι. Είναι κάπως ακόμα μέσα μου. Μα έτσι είναι τα σπίτια, ζούν όσο εσύ μέσα σε αυτά, και όταν φεύγεις, αλλάζουν όλα, και μένουν και τα ίδια, όμως κάπου αλλού.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το σπίτι, και θα το αγαπώ για πάντα. Σε μια βδομάδα, θα μπώ στο καινούργιο σπίτι, με τον ίδιον άνθρωπο, θα είναι κατά δικό μας και δεν θα κρυβόμαστε. Μα το πιο σημαντικό είναι πως ξέρω πια, οτι η ζωή όντως συνεχίζεται, και καμιά φορά, γίνεται και καλύτερη. Μπορεί. Ίσως. Ή και όχι, μα δε πειράζει, θα γίνει.
irzzy_